- ακαμάτεμα
- ακαμάτεμα, το και ακαματιά, η και ακαμασιά, ητεμπελιά: Ακαματιά, Θεού κατάρα (παροιμ. φρ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαμάτεμα — το [ακαματεύω] 1. η ακαμασιά* 2. το στόλισμα τών κοπαδιών 3. η διακοπή μιας γεωργικής εργασίας για να ξεκουραστούν οι εργάτες 4. το μεσημέρι (επειδή τότε συνήθως γίνεται το διάλειμμα για ξεκούραση τών γεωργών) … Dictionary of Greek
ακαματεύω — και ακαματεύγω 1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης «άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε» 2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω 3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης. ΠΑΡ. ακαμάτεμα] … Dictionary of Greek
ακαματοσύνη — η βλ. ακαμάτεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)